- ολισθράζω
- ὀλισθράζω (Α)ολισθαίνω, γλιστρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστ. ενεστ. από το θ. ὀλισθ- τού ὀλισθάνω (πρβλ. ολιβράζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλισθράζοντα — ὀλισθράζω pres part act neut nom/voc/acc pl ὀλισθράζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλισθράζων — ὀλισθράζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολίσθρημα — ὀλίσθρημα, τὸ (Α) [ολισθράζω] 1. ολίσθημα, γλίστρημα 2. στον πληθ. τὰ ὀλισθρήματα κολακευτικά λόγια … Dictionary of Greek